πιρνάρι

πιρνάρι
το см. πουρνάρι

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "πιρνάρι" в других словарях:

  • πιρνάρι — και πρινάρι, το, Ν βλ. πουρνάρι …   Dictionary of Greek

  • πρινάρι — Oρεινός οικισμός (υψόμ. 500) του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λουκά. * * * το / πρινάριον, ΝΜ, και πιρνάρι Ν πουρνάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. πρινάρι(ον) < πρῖνος + υποκορ. κατάλ. άρι(ον), ενώ ο τ. πιρνάρι < πρινάρι με μετάθεση τού ρ… …   Dictionary of Greek

  • κατσιδοπίρναρο — και κατσιδοπούρναρο, το ονομασία δένδρου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατσίδα + πιρνάρι] …   Dictionary of Greek

  • πουρνάρι — Όνομα 4 οικισμών. 1. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 210 μ.), στην πρώην επαρχία Δομοκού, του νομού Φθιώτιδας. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (19 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκει και άλλος ένας μικρότερος οικισμός, ο Σταθμός Δομοκού (υψόμ. 140 μ.). 2.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»